Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ


Ένα από τα πράγματα που κάνουν διεθνώς γνωστή την «άγνωστη» Σαμοθράκη είναι το άγαλμα της Νίκης, ίσως ένα από τα σπουδαιότερα γλυπτά της ελληνιστικής περιόδου που σήμερα δυστυχώς δεν βρίσκεται εκεί που ανήκει, δηλαδή στην Σαμοθράκη αλλά στο μουσείο του Λούβρου. Ας δούμε κάποιες πληροφορίες για την ιστορία του.

ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ
Η Νίκη της Σαμοθράκης είναι μαρμάρινο γλυπτό άγνωστου καλλιτέχνη της ελληνιστικής εποχής που βρέθηκε στο ιερό των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη, και παριστάνει φτερωτή τη θεά Νίκη.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΓΛΥΠΤΟΥ
Το άγαλμα έχει ύψος 3,28 μ. συμπεριλαμβανομένων των φτερρών και 5,58 μ. με την μαρμάρινη πλώρη πλοίου πάνω στην οποία είναι τοποθετημένο σήμερα. Φιλοτεχνήθηκε για να τιμήσει τη θεά Νίκη αλλά και μια ναυμαχία – δεν είναι βέβαιο ποια. Ήταν αφιερωμένο σε ναό της Σαμοθράκης και χρονολογείται μεταξύ και 220 και 190 π.Χ. – οι περισσότερες εκτιμήσεις συγκλίνουν στο 190 π.Χ. Σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου και είναι τοποθετημένο σε βάση και αυτή με τη σειρά της είναι στερεωμένη σε μαρμάρινη πλώρη πλοίου. Στην αρχαιότητα εικάζεται ότι εκείνος που αφιέρωσε το έργο στο ναό της Σαμοθράκης (τόπο φημισμένο στην αρχαιότητα για την ιερότητά του) είχε δώσει παραγγελία να σχεδιαστεί ένα μικρό σύμπλεγμα θεάς και πλοίου. Η μεν θεά φιλοτεχνήθηκε χωριστά από λευκό παριανό μάρμαρο και ίσως κρατούσε στεφάνι για το νικητή ή είχε υψωμένο το χέρι της στο στόμα για να διαλαλήσει τη νίκη χωρίς να κρατά τίποτα ή, τέλος, ίσως χαιρετούσε.  Το άγαλμα στο ελληνιστικό σύμπλεγμα ήταν στερεωμένο στην επίσης μαρμάρινη πλώρη ενός πλοίου και έδινε την αίσθηση ότι μόλις είχε «προσγειωθεί» σε αυτό και πατούσε φευγαλέα. Το πλοίο ήταν από μάρμαρο Ρόδου (το γκριζωπό μάρμαρο της Λίνδου και συγκεκριμένα της Λάρδου). Οι ειδικοί εικάζουν ότι το έργο ήταν σχεδιασμένο για να το βλέπει ο κόσμος από τα αριστερά, κατά τα ¾ του προφίλ, επειδή η μία πλευρά του είναι πιο καλοδουλεμένη –και στα ελληνιστικά χρόνια αυτό συνηθιζόταν για την πλευρά την οποία θα έβλεπε το κοινό. Μία εκδοχή των αρχαιολόγων για το αφιέρωμα επί πολλά χρόνια ήταν πως το είχε κάνει ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (337-283 π.Χ.) όταν νίκησε τον στόλο του Πτολεμαίου στα ανοιχτά της Κύπρου γύρω στο 290 π.Χ. Σήμερα όμως πολλοί πιστεύουν ότι το αφιέρωσαν οι Ρόδιοι όταν το 191 π.Χ., συμμαχώντας με την Πέργαμο, νίκησαν τον Αντίοχο Γ΄ της Συρίας σε ναυμαχία στα ανοιχτά της Σίδης. Το δεξιό φτερό βρέθηκε σχεδόν διαλυμένο εκτός από μικρά κομμάτια του και αποτελεί πρόσθετο έργο ανασύστασης «καθρέφτη» του αριστερού, από εμπειρογνώμονες του Λούβρου. Το άγαλμα εικάζεται ότι κατακρημνίστηκε και έσπασε εξαιτίας μεγάλου σεισμού κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα.

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Το γλυπτό εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου από το 1884. Είναι μία από τις τρεις φτερωτές Νίκες που βρέθηκαν στο ναό της Σαμοθράκης. Οι άλλες δύο εκτίθενται η μεν πρώτη, που αποτελεί ρωμαϊκό αντίγραφο και το βρήκαν Αυστριακοί αρχαιολόγοι, στο μουσείο Kunsthistoric  Meuseum της Βιέννης και η δεύτερη, που βρέθηκε από την αμερικανική αποστολή του Karl Lehmann και της Phyllis Williams-Lehmann το 1949, στο αρχαιολογικό μουσείο της Σαμοθράκης. Ο Lehmann και η σύζυγός του βρήκαν αργότερα (το 1950) σε ανασκαφές και τμήματα του δεξιού χεριού του αγάλματος. Λίγους μήνες μετά το ίδιο ζευγάρι αρχαιολόγων εντόπισε και δάχτυλα του δεξιού χεριού της ίδιας Νίκης στο προαναφερόμενο αυστριακό μουσείο, που τα είχε ακαταχώρητα και δεν γνώριζε ότι ανήκαν σε εκείνην. Η δεξιά παλάμη της ανασυστάθηκε αποκαλύπτοντας ότι δεν κρατούσε σάλπιγγα όπως πολλοί πίστευαν μέχρι τότε και εκτίθεται επίσης στο Λούβρο, σε χωριστή βιτρίνα κοντά στο άγαλμα.

ΠΩΣ ΒΡΕΘΗΚΕ
Τα κομμάτια του γλυπτού βρέθηκαν τμηματικά και στην αρχή η Νίκη εκτίθετο στο Λούβρο δίχως τον κορμό και τα φτερά της αλλά και δίχως την πλώρη, τα κομμάτια της οποίας οι Γάλλοι ειδικοί στην αρχή είχαν εκλάβει ότι ανήκαν σε τύμβο και τα είχαν αφήσει στη Σαμοθράκη. Συγκεκριμένα, η ανεύρεση άρχισε το 1863 από μια αρχαιολογική αποστολή στην οποία επικεφαλής ήταν ο Κάρολος Σαμπουαζό (1830-1909), υποπρόξενος της Γαλλίας στην Αδριανούπολη (σημερινό Εντιρνέ της Τουρκίας, στην Ανατολική Θράκη). Ενώ έσκαβαν σε μια χαράδρα στις 15 Απριλίου του 1863, στα βόρεια του νησιού, ένας Έλληνας εργάτης φώναξε στον Σαμπουαζό «Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα!» - ήταν η μισή Νίκη της Σαμοθράκης. Ο Σαμπουαζό ήρθε αμέσως σε επικοινωνία με τον πρέσβη της πατρίδας του στην Κωνσταντινούπολη και εκείνος φρόντισε η Υψηλή Πύλη να δώσει τότε έγκριση για να αποπλεύσει γαλλικό πολεμικό πλοίο και να φορτώσει τη Νίκη της Σαμοθράκης για τη Γαλλία -η Σαμοθράκη είχε σημαντική αυτονομία, αλλά ανήκε ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το άγαλμα έφτασε στο Λούβρο στις 11 Μαΐου του 1864 και δύο χρόνια μετά εκτέθηκε για πρώτη φορά μετά τις απαραίτητες εργασίες – χωρίς όμως ακόμα να μπορεί να εκτεθεί το επάνω μέρος του κορμού και τα φτερά. Το άγαλμα υπέστη φθορές κατά τη μετακίνησή του από τη Σαμοθράκη στο Παρίσι, σύμφωνα με πόρισμα της ομάδας των συντηρητών που ανέλαβε τον καθαρισμό του, τον Σεπτέμβριο του 2013. Το άγαλμα βρέθηκε σε πολλά κομμάτια γιατί στα ελληνιστικά χρόνια οι καλλιτέχνες δούλευαν το γλυπτό τους τμηματικά εξαρχής – στην αρχαία Ελλάδα δούλευαν  χωριστά μόνον το κεφάλι και τα άκρα που εξείχαν. Ο άγνωστος λοιπόν γλύπτης είχε επεξεργαστεί το έργο του κατά τμήματα τα οποία τελικά είχε ενώσει, οπότε στο σεισμό με την κατακρήμνιση του γλυπτού, αυτό έσπασε πολύ πιο εύκολα σε πολλά κομμάτια.

Το άγαλμα αποτελείται από ένα μεγάλο κομμάτι κάτω από το στήθος μέχρι τα πόδια, από ένα δεύτερο κομμάτι που είναι ο άνω κορμός, το αριστερό φτερό (το δεξί προστέθηκε αντιγράφοντας το αριστερό) και από το κεφάλι – αυτό δεν βρέθηκε ποτέ από όσο γνωρίζουν οι ειδικοί. Τα χέρια, τα φτερά και τα πόδια, όπως και πολλά κομμάτια του ενδύματος, σμιλεύονταν τότε χωριστά και μετά το άγαλμα συναρμολογείτο. Τα φτερά ήταν από δύο μεγάλα μάρμαρα που ήταν συνδεδεμένα στην πλάτη χωρίς εξωτερική στήριξη και αυτό δημιουργούσε πρόβλημα ισορροπίας στο άγαλμα, το οποίο ο γλύπτης ωστόσο έλυσε χρησιμοποιώντας την πλώρη ως αντίβαρο.
Η πλώρη του πλοίου αποτελείται από 23 κομμάτια μαρμάρο. Σε μια ορθογώνια βάση από έξι μαρμάρινες πλάκες στερεώνονταν 17 κομμάτια που ενώνονταν αρχικά με μέταλλο και σχημάτιζαν τρεις οριζόντιες σειρές που κλιμακώνονταν προς τα εμπρός για το σχηματισμό της πλώρης. Άγαλμα και πλοίο ισορροπούσαν το ένα το άλλο σαν αντίβαρα και το κέντρο βάρους του αγάλματος είχε σταθμιστεί έτσι ώστε να πέφτει στο σημείο που ανασηκωνόταν ζωηρά η πλώρη σαν αληθινού ξύλινου καραβιού –το άγαλμα δεν μπορούσε δηλαδή να μετακινηθεί χωρίς να διαλυθεί το πλοίο. Το όλο σύμπλεγμα θεωρείται όχι μόνον αριστουργηματικό από καλλιτεχνική άποψη, αλλά και ιδιοφυές. Το 1875 Αυστριακοί αρχαιολόγοι είδαν στον τόπο της ανασκαφής τα μάρμαρα που ο Σαμπουαζό νόμισε ότι ανήκαν σε τύμβο και αναλογιζόμενοι ελληνικά νομίσματα που απεικόνιζαν τη Νίκη σε πλώρες πλοίων κατάλαβαν ότι τα μάρμαρα ήταν τμήματα μαρμάρινης πλώρης. Ο Σαμπουαζό έμαθε για τα μάρμαρα της πλώρης το 1879 και κατάφερε να τα πάρει κι αυτά στο Λούβρο. Η συναρμολόγηση και αποκατάσταση (π.χ. του αριστερού φτερού που βρέθηκε σε πολλά κομμάτια και του δεξιού που ουσιαστικά είναι σχεδόν όλο προσθήκη μια που βρέθηκε ένα πολύ μικρό κομμάτι του) ολοκληρώθηκε το 1884. Τον Αύγουστο του 1939 η «Νίκη της Σαμοθράκης» μεταφέρθηκε με μεγάλη δυσκολία με μια ξύλινη ράμπα, ώστε να απομακρυνθεί, όπως και όλα τα πολύτιμα εκθέματα του Μουσείου, σε ασφαλέστερη τοποθεσία λόγω του πολέμου -φυλάχτηκε μαζί με την Αφροδίτη της Μήλου και τους «Σκλάβους» του Μιχαήλ Αγγέλου στο Château de Valençay. Το 1950 συναρμολογήθηκε και η δεξιά παλάμη της οπότε και εκτέθηκε και αυτή. Από ελληνικής πλευράς έχουν γίνει διάφορες κινήσεις και προσπάθειες για την επάνοδο της Νίκης της Σαμοθράκης στην Ελλάδα, αλλά αυτό δεν στάθηκε δυνατό.
ΠΗΓΗ : ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

ΙΕΡΟ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΘΕΩΝ / ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ


Δεν υπάρχει επισκέπτης – ταξιδιώτης που να έχει επισκεφθεί το νησί της Σαμοθράκης και να μην έχει περάσει από τον αρχαιολογικό χώρο του ΙΕΡΟΥ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΘΕΩΝ. Βρίσκεται μεταξύ Καμαριώτισσας και Θερμών και είναι ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους του βορείου Αιγαίου. Ας δούμε κάποια περισσότερα στοιχεία για αυτόν.

ΙΕΡΟ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΘΕΩΝ στο νησί της ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ
Το Ιερό των Μεγάλων Θεών είναι ναϊκό συγκρότημα στη Σαμοθράκη έκτασης περίπου 50 στρεμμάτων, στο οποίο τελούνταν μυστηριακές τελετές, οι οποίες χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα π.Χ., με τις θεότητες που λατρεύονταν να είναι διαφορετικές από αυτές των Ολύμπιων θεών του δωδεκάθεου και να σχετίζονται με τις χθόνιες θεότητες των Κάβειρων. Βρίσκονταν κοντά στην αρχαία πόλη της Σαμοθράκης –σημερινή Παλαιόπολη– και δέχονταν αποστολές πρεσβευτών από άλλες πόλεις-κράτη στον χώρο κατά τη διάρκεια των εορτών. Υπήρξαν αρκετές διάσημες προσωπικότητες κατά την αρχαιότητα, οι οποίες συμμετείχαν στα μυστήρια αυτά, όπως ο ιστορικός Ηρόδοτος, ο Σπαρτιάτης ηγεμόνας Λύσανδρος και πολλοί Αθηναίοι, ενώ αναφορές στο ναϊκό συγκρότημα γίνονται από τον Πλάτωνα και τον Αριστοφάνη. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Φιλίππου Β´ της Μακεδονίας και τη μετέπειτα ελληνιστική εποχή με τη βασιλεία του Μεγάλου Αλέξανδρου, ο ναός αποτέλεσε ιερό των Μακεδόνων και κατά την περίοδο των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου το νησί αποτέλεσε σημείο σύγκρουσης ως προς την κυριότητα του. Παρέμεινε σημαντική θρησκευτική τοποθεσία κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, με τον αυτοκράτορα Αδριανό να το επισκέπτεται και τον συγγραφέα Μάρκο Τερέντιο Βάρρωνα να περιγράφει τα μυστήρια, πριν αρχίσει να περνά στην αφάνεια κατά την ύστερη αρχαιότητα.  Η τοποθεσία είναι επίσης γνωστή ως ο τόπος όπου βρισκόταν αρχικά το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης.
Το άγαλμα της Νίκης στο μουσείο του Λούβρου

Το άγαλμα της Νίκης στο μουσείο του Λούβρου

Περιγραφή τοποθεσίας

Το ιερό βρίσκεται στη βόρεια παραλία του νησιού προς τα δυτικά της αρχαίας πόλης, κοντά στη σημερινή Παλαιόπολη. Εκτείνεται σε 3 στενά υψώματα στη δυτική πλαγιά του όρους του Αγίου Γεωργίου, και χωρίζεται από 2 βαθιά ρέματα. Οι περισσότερες μόνιμες κατασκευές χρονολογούνται στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ..

Περιγραφή πρώτου ύψωματος
Η είσοδος στο χώρο γίνεται από το προπύλαιο του Πτολεμαίου Β το οποίο είναι γνωστό και ως Πτολεμαίον και εκτείνεται κατά μήκος του ανατολικού ρυακιού και χρησιμεύει ως γέφυρα. Προς τα δυτικά, στο πρώτο επίπεδο εδάφους, υπάρχει ένας κυκλικός χώρος ο οποίος περιέχει ένα βωμό στο κέντρο του, στον οποίο πολύ πιθανό τελούνταν θυσίες.

Περιγραφή δεύτερου υψώματος
Πηγαίνοντας προς το κύριο επίπεδο, ανάμεσα στα 2 ρυάκια, και ακολουθώντας μια διαδρομή με στροφές, συναντάται ο κυρίως χώρος του ιερού. Ένας μεγάλος θόλος, με την ονομασία Αρσινόειον ή ο θόλος ή η ροτόντα της Αρσινόης, αποτελεί τον μεγαλύτερο καλυμμένο χώρο -20 μέτρα διάμετρος- ο οποίος έχει διασωθεί από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, και πιθανώς χρησιμοποιούνταν για να φιλοξενήσει τους θεωρείς, οι οποίοι ήταν οι αντιπρόσωποι των ελληνικών πόλεων-κρατών. Η διακόσμηση του χώρου με ροζέτες και κεφαλές ταύρων πιθανώς να σημαίνει πως θυσίες διαδραματίζονταν και στο χώρο αυτό επίσης. Η ροτόντα κτίστηκε επί ενός παλαιότερου κτηρίου από το οποίο μόνο τα θεμέλια έχουν απομείνει. Στο άνοιγμα του μονοπατιού που οδηγεί στο ιερό, συναντάται και το κτήριο της ζωφόρου των χορευτριών, το οποίο εναλλακτικά καλείται και Τέμενος καθώς αντιστοιχεί σε ένα μεγάλου μεγέθους περιτείχισμα μιας πολύ παλαιότερης τοποθεσίας θυσιών. Ο χώρος αποτελεί ένα χώρο αυλής μπροστά από τον οποίο υπάρχει ένα ιωνικού ρυθμού προπύλαιο το οποίο είναι διακοσμημένο με τη ζωφόρο. Ο αρχιτέκτονας Σκόπας πιθανώς ήταν ο σχεδιαστής του οικοδομήματος. Το πιο σημαντικό κτήριο του ιερού είναι το Εποπτείο ή Ιερόν, το οποίο βρίσκεται νοτίως του Τεμένους. Στο κτήριο υπάρχει η επιγραφή με ένδειξη Ιερόν. Μοιάζει με ναϊκό οικοδόμημα, ωστόσο δεν υπάρχει περιστήλιο παρά μόνο ένα απλό προστήλιο. Η αρχιτεκτονική διακόσμηση της προμετωπίδας είναι περίτεχνη, ενώ το εσωτερικό του κτηρίου έχει έκταση 11 μέτρων. Στο νότιο άκρο του κτηρίου υπάρχει μια αψίδα στην οποία βρισκόταν ο πλέον ιερός χώρος. Η αψίδα πιθανώς αντιπροσώπευε τον χώρο ως είδος σπηλαίου, όπου γινόταν τα τελετουργικά προς τις χθόνιες θεότητες. Ο κυρίως βωμός και το κτήριο όπου προσφέρονταν τα αναθήματα, βρίσκονται στα δυτικά του Ιερού. Το Ανάκτορο, το κτήριο εντός του οποίου εισέρχονταν αρχικά οι μυούμενοι, βρίσκεται βορείως της ροτόντας της Αρσινόης, αν και διασώζεται μόνο το κτήριο όπως ήταν κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο και όχι παλαιότερα.

Περιγραφή τρίτου υψώματος
Στο 3ο και τελευταίο ύψωμα, δυτικά του κυρίως ιερού, βρίσκονται κυρίως τα κτήρια όπου τοποθετούνταν τα αναθήματα όπως το Μιλήτειο κτίσμα, το οποίο ονομάστηκε έτσι καθώς η δαπάνη για την ανέγερση του έγινε από ένα κάτοικο της Μιλήτου, καθώς και το Νεώριον ή ναυτικό μνημείο. Είναι επίσης η τοποθεσία μιας αίθουσας δεξιώσεων, καθώς και 3 ελληνιστικών κτησμάτων. Η θέση του χώρου προσφέρει πανοραμική άποψη στο 2ο επίπεδο όπου βρίσκεται το κυρίως ιερό, και πάνω από το θέατρο υπάρχει μια μακριά στοά η οποία αποτελεί το σκηνικό υπόβαθρο του όλου ιερού. Στην περιοχή αυτή συναντώνται και οι πιό πρόσφατες ενδείξεις κατοίκησης, με ένα βυζαντινό φρούριο να βρίσκεται κοντά στο οποίο φαίνεται πως έγινε χρησιμοποίηση υλικών από τα κτίσματα του ιερού για την κατασκευή του. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει πως σύμφωνα με ένα μύθο ο ναός ιδρύθηκε από την Αμαζόνα Μύρινα πριν φονευθεί από τον Μόψο, καθώς ενώ ταξίδευε το πλοίο της έπεσε σε θαλασσοταραχή και η ίδια βρήκε καταφύγιο εκεί.

Ιστορία εξερεύνησης του χώρου
Η περιοχή εξερευνήθηκε για πρώτη φορά το 1444, ωστόσο η ουσιαστική εξερεύνηση ξεκίνησε μετά την ανακάλυψη του αγάλματος της Νίκης της Σαμοθράκης το 1863 από τον Γάλλο πρόξενο Σαρλ Σαμπουαζό (με βάση την Αδριανούπολη), και λίγα χρόνια αργότερα στάλθηκε Γαλλική αρχαιολογική αποστολή το 1866 η οποία ξεκίνησε ανασκαφές στο χώρο. Ακολούθησαν αποστολές από Αυστρία το 1873 και 1876 οι οποίες έκαναν εκκαθάριση των χώρων του Πτολεμαίου και της στοάς, καθώς και κάποιες ανασκαφές στο Ιερόν, το Αρσινόειο και το Τέμενος. Τα ευρήματα των ανασκαφών μοιράστηκαν κατόπιν συμφωνίας με την Οθωμανική κυβέρνηση, έτσι πολλά από τα ευρήματα κατέληξαν στο μουσείο ιστορίας της τέχνης (Kunsthistorisches Museum) στη Βιέννη (όπως για παράδειγμα το άγαλμα μια φτερωτής Νίκης το οποίο βρισκόταν στο αέτωμα του Ιερού), ενώ άλλα στάλθηκαν στην Καλλίπολη και από εκεί στο αρχαιολογικό μουσείο Κωνσταντινούπολης κατά τη διαδρομή όμως μερικά από τα κιβώτια με τις αρχαιότητες εξαφανίστηκαν. Ο Σαμπουαζό επέστρεψε το 1891 για να αναζητήσει τα τμήματα της πλώρης του πλοίου επί του οποίου βρισκόταν το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης, και κατά την περίοδο αυτή ανακάλυψε το θέατρο του ιερού. Η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών μαζί με το πανεπιστήμιο της Πράγας έκαναν ανασκαφές κατά την περίοδο 1923 με 1927, και ακολουθήθηκαν από τις ανασκαφές του Ινστιτούτου Καλών Τεχνών του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης το 1938 οι οποίες ανακάλυψαν το κτήριο του Ανακτόρου, ενώ οι ανασκαφές διακόπηκαν κατά τη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1956 έγινε μια μερική αναστύλωση της προμετωπίδας του κτηρίου του ιερού, ενώ το 2013 ξεκίνησε το πρόγραμμα συντήρησης του συνόλου των μνημείων του.

Λατρευτικές τελετές
Η ταυτότητα και η φύση των θεοτήτων που λατρεύονταν παραμένει αινιγματική, κατά κύριο λόγο επειδή θεωρούνταν πως τα ονόματα τους δεν θα έπρεπε να προφέρονται ή να καταγράφονται. Οι γραπτές πηγές της αρχαιότητας αναφέρουν τις θεότητες αυτές συνολικά ως Κάβειροι, ενώ ο πιο συνήθης χαρακτηρισμός τους είναι οι Μεγάλοι Θεοί.

Πάνθεον
Το πάνθεον των Μεγάλων Θεών αποτελούνταν από πολλές χθόνιες θεότητες, οι οποίες φαίνεται να προϋπήρχαν της άφιξης των πρώτων Ελλήνων στο νησί τον 7ο αιώνα π.Χ. και συνασπίζονται γύρω από μια κεντρική προσωπικότητα, τη Μεγάλη Μητέρα.
Η Μεγάλη Μητέρα, ήταν η θεότητα, η οποία συχνά απεικονίζεται στα νομίσματα της Σαμοθράκης ως καθιστή γυναίκα, με ένα λιοντάρι δίπλα της. Το πραγματικό μυστικό της όνομα ήταν Αξίερος και συσχετίζεται με την αντίστοιχη Μεγάλη Μητέρα της Ανατολίας, το όρος της Φρυγίας και το όρος Ίδη στην Τροία. Οι αρχαίοι Έλληνες τη συσχέτιζαν με τη θεά της γονιμότητας Δήμητρα. Η Μεγάλη Μητέρα ήταν η παντοδύναμη κυρίαρχος της άγριας φύσης των βουνών και λατρεύονταν επί ιερών βράχων, όπου οι θυσίες και τα αναθήματα προσφέρονταν προς τιμή της. Στο ιερό της Σαμοθράκης οι βωμοί αυτοί αποτελούνταν από βραχώματα πορφυρίτη και για τους πιστούς της η δύναμη της εκδηλώνονταν μέσω των φλεβών μαγνητικού σιδήρου, από τον οποίο κατασκεύαζαν δαχτυλίδια, τα οποία οι μυημένοι φορούσαν ως ένδειξη της μύησης τους. Πολλά από αυτά τα δαχτυλίδια έχουν ανακαλυφθεί στη γειτονική νεκρόπολη.
Η Εκάτη, η οποία κατά τα μυστήρια αναφέρονταν ως Ζηρυνθία και Αφροδίτη-Ζηρυνθία, δύο σημαντικές θεότητες της φύσης οι οποίες λατρεύονται στον ίδιο βαθμό στη Σαμοθράκη. Η λατρεία τους δεν είναι στενά συνδεδεμένη με αυτή της Μεγάλης Μητέρας και σχετίζονται περισσότερο με τις θεότητες του δωδεκάθεου που ήταν περισσότερο γνώριμες στους Έλληνες.
Ο Καδμίλος, ο οποίος ήταν ο σύζυγος της Αξιέρου, είναι θεός της γονιμότητας, τον οποίο οι Έλληνες ταυτοποίησαν με τον Ερμή. Ήταν φαλλική θεότητα της οποίας τα ιερά σύμβολα ήταν η κεφαλή ενός κριαριού και το κηρύκειο, με τις παραστάσεις αυτές να συναντώνται και σε νομίσματα της περιοχής.
Δύο άλλες αρσενικές θεότητες οι οποίες συνόδευαν τον Καδμίλο, και οι οποίες μπορεί να συσχετίζονται με τους 2 θρυλικούς ήρωες οι οποίοι ίδρυσαν τα μυστήρια της Σαμοθράκης, τον Δάρδανο και τον Ηετίωνα, οι οποίοι επίσης ταυτοποιούνται και με τους Διόσκουρους ως προστάτες των ναυτικών.
Ένα ζεύγος θεοτήτων του κάτω κόσμου, τον Αξιόκερσο και την Αξιόκερσα, οι οποίοι αντιστοιχούν στον Άδη και την Περσεφόνη και δεν εμφανίζονται να αποτελούν μέρος της αρχικής ομάδας των προελληνικών θεοτήτων. Ο θρύλος της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα είχε επίσης ένα σημαντικό ρόλο στα μυστήρια της Σαμοθράκης.

Οι τελετές
Ο χώρος του ιερού ήταν ανοικτός σε όλους όσους ήθελαν να συμμετέχουν στη λατρεία των Μεγάλων Θεών, αν και η πρόσβαση στα κτήρια όπου τελούνταν τα ίδια τα μυστήρια θεωρείται πως επιτρεπόταν μόνο στους μυημένους. Οι μυστηριακές τελετές τελούνταν από τις ιέρειες, εκ των οποίων η αρχιέρεια αποκαλούνταν με τον τίτλο Σίβυλλα ή Κυβέλη. Οι κοινές τελετές ήταν παρόμοιες με αυτές σε άλλα ελληνικά ιερά, όπως προσευχές και ικεσίες οι οποίες συνοδεύονταν από θυσίες ζώων όπως πρόβατα και χοίρους, τα οποία μετέπειτα καίγονταν στις σχάρες (εσχάραι), καθώς και σπονδές προς τιμή των χθόνιων θεοτήτων εντός κυκλικών ή ορθογώνιων λάκκων με την ονομασία βόθροι. Χρησιμοποιούνταν επίσης ένας μεγάλος αριθμός από λίθινους βωμούς, με τον μεγαλύτερο από αυτούς να περικλείεται από ένα τεράστιο τείχισμα στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.. Ως μια από τις κύριες ετήσιες εορτές στην αρχαία Ελλάδα, το ιερό δεχόταν αντιπροσωπείες από όλες τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις-κράτη και οι εορτασμοί πιθανώς συνέβαιναν στα μέσα Ιουλίου. Οι εορτασμοί αποτελούνταν από την παρουσίαση ενός ιερού έργου, στο οποίο απεικονιζόταν το τελετουργικό του ιερού γάμου. Η παράσταση αυτή πιθανώς διαδραματίζονταν στην αίθουσα των Χορευτριών, η οποία κτίστηκε τον 4ο αιώνα π.Χ.. Κατά την εποχή αυτή θεωρούνταν πως η αναζήτηση της χαμένης παρθένας, η οποία ακολουθήθηκε από τον γάμο της προς τον θεό του κάτω κόσμου, αναπαριστούσε τον γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας. Η ζωφόρος του προπύλου του Τεμένους πιθανώς να απεικονίζει τον γάμο αυτό. Κατά το 200 π.Χ. διοργανώθηκε και μια Διονυσιακή τελετή κατά τους εορτασμούς, η οποία φιλοξενήθηκε στο θέατρο απέναντι από τον μεγάλο βωμό. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, κατά την περίοδο αυτή η πόλη της Σαμοθράκης τίμησε ένα ποιητή από την Ιασό της Καρίας για τη δημιουργία μιας τραγωδίας με την ονομασία Δάρδανος, καθώς και για άλλες συνεισφορές του προς το νησί, την πόλη και το ιερό. Το ιερό δεχόταν μεγάλο αριθμό αναθημάτων, τα οποία τοποθετούνταν σε ένα κτήριο, το οποίο είχε κατασκευαστεί για τον σκοπό αυτό και βρίσκονταν δίπλα από τον μεγάλο βωμό. Τα αναθήματα περιελάμβαναν μαρμάρινα, ορειχάλκινα ή πήλινα αγάλματα, όπλα, αγγεία κτλ. Ωστόσο λόγω της τοποθεσίας της Σαμοθράκης επί των εμπορικών θαλασσίων οδών και του μεγάλου αριθμού επισκεπτών που ευνοούσε η συγκυρία αυτή, πολλά από τα αναθήματα ήταν αρκετά ταπεινά, όπως κοχύλια και αγκίστρια τα οποία πρόσφεραν οι ναυτικοί και αλιείς οι οποίοι επιζητούσαν την προστασία των Θεών κατά τα θαλάσσια ταξίδια τους.

Η μύηση
Το χαρακτηριστικό που ξεχώριζε τα μυστήρια της Σαμοθράκης από τα υπόλοιπα, ήταν πως η πρόσβαση σε αυτά ήταν ελεύθερη, σε αντιδιαστολή παραδείγματος χάρη με τα Ελευσίνια μυστήρια. Δεν υπήρχαν προαπαιτούμενα σχετικά με την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική θέση ή την εθνικότητα ώστε να ξεκινήσει η μύηση κάποιου, ούτε και οι μυήσεις τελούνταν μόνο σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία.
Πρώτο στάδιο
Το πρώτο στάδιο της μύησης ήταν η γνωριμία του μυόμενου με τα ιερά σύμβολα και την ιστορία τους. Ο Ηρόδοτος, ο οποίος είχε μυηθεί στα μυστήρια, αναφέρει πως του παρουσιάστηκαν τα φαλλικά σύμβολα του Ερμή-Καδμίλου, ενώ σύμφωνα με τον Μάρκο Τερέντιο Βάρρωνα τα σύμβολα αυτά συμβόλιζαν τον ουρανό και τη γη. Μετά την αρχική αυτή μύηση -η οποία κρατούνταν μυστική- ο μυημένος αποκτούσε την προστασία των θεών, όπως προστασία στη θάλασσα και πιθανώς και μια ευτυχισμένη μεταθανάτια ζωή. Κατά τη διάρκεια της τελετής ο μυούμενος λάμβανε μια ερυθρά ζώνη η οποία δένονταν γύρω από τη μέση και είχε τη χρήση προστατευτικού φυλαχτού. Πιθανώς προσφέρονταν επίσης και ένα σιδερένιο δαχτυλίδι το οποίο κατά τις ιέρειες κατείχε τη θεϊκή δύναμη των μαγνητικών πετρωμάτων ως ένα επιπλέον προστατευτικό φυλαχτό. Η προετοιμασία για την μύηση γινόταν σε ένα μικρό δωμάτιο νοτίως του Ανακτόρου, το οποίο είχε χρήση ιεροφυλάκιου και ο μυούμενος ντυνόταν στα λευκά και του δίνονταν ένας φανός. Η μύηση συνέβαινε στο Ανάκτορο, το οποίο ήταν μια μεγάλη αίθουσα με μαρμάρινο δάπεδο η οποία είχε αρκετό χώρο για να φιλοξενήσει μεγάλο αριθμό μυόμενων και ήδη μυημένων, με τους μυημένους να παρακολουθούν την τελετή καθισμένοι σε πάγκους οι οποίοι βρισκόταν περιμετρικά των επιχρυσωμένων τειχισμάτων του κτηρίου. Ο μυούμενος πλενόταν τελετουργικά σε μια λεκάνη η οποία βρισκόταν στη νοτιοανατολική πλευρά του οικοδομήματος και κατόπιν έμπαινε σε ένα κυκλικό λάκκο από όπου προσέφερε σπονδή στους θεούς. Στο τέλος της τελετής, ο μυούμενος καθόταν σε μια στρόγγυλη ξύλινη βάση η οποία βρισκόταν απέναντι από την κύρια πύλη, και κατόπιν γινόταν οι τελετουργικοί χοροί των χορευτριών γύρω του. Κατόπιν οδηγούνταν στον βόρειο θάλαμο, τον κεντρικό χώρο του ιερού, όπου του γινόταν η πλήρης αποκάλυψη του μυστηρίου. Η πρόσβαση στη συγκεκριμένη τοποθεσία απαγορεύονταν στους μη μυημένους. Στον νεομυημένο δινόταν μια βεβαίωση η οποία επικύρωνε την μύηση του στα μυστήρια, και επιπλέον μπορούσε αργότερα να πληρώσει ώστε το όνομα του να χαραχτεί πάνω σε μια αναμνηστική πλάκα στο χώρο του ιερού.
Δεύτερο στάδιο
Ο δεύτερος βαθμός της μύησης ονομαζόταν Εποπτεία, και μπορούσε να αποκτηθεί αμέσως μετά την αρχική μύηση. Παρόλα αυτά, μόνο λίγοι μυημένοι επέλεγαν να ακολουθήσουν την πορεία αυτή, πιθανώς λόγω του μεγαλύτερου βαθμού δυσκολίας των συνθηκών της τελετής. Πιθανώς αυτές αφορούσαν ηθικά θέματα, καθώς ζητούνταν από τον υποψήφιο να εξομολογηθεί όσα αμαρτήματα είχε διαπράξει. Η εποπτεία διαδραματιζόταν τη νύκτα μπροστά από το ιερό, και στον χώρο έχουν βρεθεί αρκετοί δαυλοί και φανοί. Μετά την εξομολόγηση και την άφεση των αμαρτιών από τους ιερείς, ο υποψήφιος οδηγούνταν μέσα στο ιερό όπου γινόταν τελετουργική πλύση του και τελούνταν θυσία επί μιας ιερής εστίας στο κέντρο του ιερού των ιερών. Ο υποψήφιος τότε οδηγούνταν σε μια αψίδα με ξύλινη οροφή στο πίσω μέρος του κτηρίου με τον χώρο να έχει την εμφάνιση σπηλαίου. Ο ιεροφάντης, ο οποίος τελούσε τη μύηση, ανέβαινε στο βήμα και απήγγειλε τη λειτουργία κρατώντας τα σύμβολα των μυστηρίων. Κατά το 200 μ.Χ. υπό τη Ρωμαϊκή επικυριαρχία, η είσοδος στο ιερό τροποποιήθηκε ώστε να επιτρέπεται η είσοδος ζωντανών θυσιαστηρίων. Στον εσωτερικό χώρο κατασκευάστηκε ένα στηθαίο για την προστασία των θεατών και ο χώρος της αψίδας προσαρμόστηκε σε κρύπτη. Οι τροποποιήσεις αυτές επέτρεπαν τον εορτασμό των Κριοβόλιων και Ταυροβόλιων -τελετές συνδεδεμένες με τον Μιθραϊσμό της Κυβέλης. Κατά το νέο τελετουργικό, ο μυούμενος, ή πιθανώς μόνο ο ιεροφάντης ως εκπρόσωπος του μυούμενου, κατέβαινε στο λάκκο όπου το αίμα των ζώων έρεε πάνω του ως είδος τελετουργικού βαφτίσεως.
Το ιερό σε διάφορες ιστορικές περιόδους
Μακεδονικό βασίλειο
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Φίλιππος Β´ της Μακεδονίας γνώρισε την μελλοντική σύζυγο του Ολυμπιάδα της Ηπείρου στα μυστήρια της Σαμοθράκης. Σύμφωνα με την παράδοση η Μακεδονική δυναστεία των Αργεαδών δήλωνε πίστη στο ιερό, ενώ η πρακτική αυτή ακολουθήθηκε και από τις δυναστείες των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κυρίως τους Πτολεμαίους και τους Αντιγονίδες οι οποίοι αντιμάχονταν μεταξύ τους κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. για την κυριότητα του νησιού και του βορείου Αιγαίου γενικότερα. Το πρώτο άτομο βασιλικής καταγωγής για το οποίο υπάρχουν επιγραφικές μαρτυρίες, είναι ο Φίλιππος ο Αρριδαίος γιός του Φιλίππου Β´ και ετεροθαλής αδερφός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος αναφέρεται ως ο κύριος ευεργέτης του νησιού κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., και πιθανώς έκανε την ανάθεση του κτηρίου του Τεμένους το 340 π.Χ., τον κύριο βωμό την επόμενη δεκαετία, και το Ιερό κατά το 325 π.Χ., καθώς και άλλα μνημεία στην ανατολική κυκλική πλευρά. Τα μνημεία αυτά αφιερώνονται στο Αρριδαίο και στον Αλέξανδρο Δ´ της Μακεδονίας, γιό του Αλεξάνδρου, με τον οποίο ο Αρριδαίος συμβασίλευσε από το 323 έως το 317 π.Χ. ενόσω ο Αλέξανδρος Δ´ βρισκόταν σε παιδική ηλικία και πριν δολοφονηθεί από τον Κάσσανδρο μαζί με την μητέρα του την Ολυμπιάδα.
Ελληνιστικά βασίλεια
Το δεύτερο κύμα κατασκευών ξεκίνησε το 280 π.Χ. με την ροτόντα της Αρσινόης Β´, η οποία πιθανώς χρονολογείται στην περίοδο 288 - 281 π.Χ., όταν η Αρσινόη, κόρη του Πτολεμαίου Α´ παντρεύτηκε με τον Λυσίμαχο ο οποίος την περίοδο εκείνη είχε αποκτήσει και τον έλεγχο της περιοχής της Μακεδονίας πέρα από την Θράκη. Ο Λυσίμαχος πέθανε το 281 π.Χ. στη μάχη του Κουροπεδίου πολεμώντας εναντίον του Σέλευκου στην τελευταία μάχη των Διαδόχων, έτσι η Αρσινόη παντρεύτηκε τον ετεροθαλή αδερφό της τον Πτολεμαίο Κεραυνό, και αργότερα τον αδερφό της τον Πτολεμαίο Β´ το 274 π.Χ.. Από την μνημειώδη αφιέρωση η οποία βρισκόταν στην πύλη, διασώζεται μόνο ένα μικρό τμήμα, και δεν είναι δυνατή η ανάγνωση ολόκληρης της επιγραφής. Ο Πτολεμαίος Β´ ανέθεσε την κατασκευή των Προπύλαιων στην είσοδο του ιερού, κάτι που αποτελεί ακόμα μια ένδειξη του ελέγχου που είχαν οι Πτολεμαίοι στο βόρειο Αιγαίο την περίοδο αυτή. Η επανίδρυση της δυναστείας των Αντιγονιδών στη Μακεδονία από τον Αντίγονο Β´ Γονατά οδήγησε σε νέες ναυτικές συγκρούσεις στο Αιγαίο έναντι των Πτολεμαίων. Ο Αντίγονος εορτάζοντας τη νίκη του στην ναυμαχία της Κω, αφιέρωσε ένα από τα πλοία του από τη νικηφόρα ναυμαχία στο ιερό την περίοδο 255 – 245 π.Χ.,και ανέθεσε την κατασκευή του κτηρίου με την ονομασία Νεώριο,  στο δυτικό ύψωμα. Πιθανώς να εμπνεύστηκε από το αντίστοιχο Νεώριο της Δήλου το οποίο υπήρχε από τον 4ο αιώνα π.Χ., το οποίο επίσης επαναχρησιμοποίησε και αφιέρωσε ένα άλλο από τα πλοία του. Οι ναυτικές συγκρούσεις μεταξύ των Πτολεμαίων και των Αντιγονιδών συνεχίστηκε κατά διαστήματα έως το τέλος του 3ου αιώνα π.Χ., έως ότου ο Φίλιππος Ε´ της Μακεδονίας των Αντιγονιδών νικήθηκε οριστικά από τη συμμαχία των πόλεων της Ρόδου και της Περγάμου οι οποίες είχαν καταφύγει και είχαν ζητήσει βοήθεια από τη Ρώμη. Προς τιμή του Φιλίππου Ε´ ανεγέρθηκε από τους Μακεδόνες μια θριαμβευτική στήλη μπροστά από τη μεγάλη στοά του άνω υψώματος στην οποία βρισκόταν η πλώρη ενός πλοίου κατασκευασμένης από ασβεστόλιθο επί της οποίας βρίσκονταν το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης. Είναι πιθανό ωστόσο πως η πλώρη αποτελεί αφιέρωμα από τους Ρόδιους καθώς η ανάλυση του ασβεστόλιθου καθώς και ο τύπος του πλοίου οδηγούν σε Ροδίτικη προέλευση. Το ιερό έγινε το τελικό καταφύγιο του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας, του Περσέα, ο οποίος κατέφυγε στο νησί μετά την ήττα που υπέστη από τους Ρωμαίους στην Μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ.. Σύντομα έπειτα συνελήφθη από τους Ρωμαίους και οδηγήθηκε στη Ρώμη όπου και φυλακίστηκε, και το βασίλειο της Μακεδονίας καταλύθηκε οριστικά.